- ἀναβάζω
- ἀνά-βάζωspeakpres subj act 1st sgἀνά-βάζωspeakpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ … Dictionary of Greek